- θάλαμαξ
- θᾰλᾰμ-αξ, ᾱκος, ὁ,= θαλᾰμίτης, Ar.Ra.1074.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλάμαξ — θαλάμαξ, ό (Α) θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. αξ* (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] … Dictionary of Greek
θαλάμαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακες — θάλαμαξ masc nom/voc pl θαλάμαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακι — θάλαμαξ masc dat sg θαλάμαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακος — θάλαμαξ masc gen sg θαλάμαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek